αναφτεριάζω

αναφτεριάζω
1. ανοίγω τα φτερά για να πετάξω ή τα ανοίγω από φόβο
2. βγάζω φτερά (για νεοσσούς)
η πράξη αναφτέριασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”